περιίπταμαι: Difference between revisions

From LSJ

μεγάλα ταῖς ἐλπίσι περινοέωcherish great anticipations, form great projects

Source
(6_14)
(32)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''περιίπταμαι''': μεταγεν. [[τύπος]] τοῦ [[περιπέτομαι]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 9, 2, Δίων Κ. 58. 5, κτλ.
|lstext='''περιίπταμαι''': μεταγεν. [[τύπος]] τοῦ [[περιπέτομαι]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 9, 2, Δίων Κ. 58. 5, κτλ.
}}
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br />[[πετώ]] [[επάνω]] και [[γύρω]] από [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἵπταμαι]] «[[πετώ]]»].
}}
}}

Revision as of 12:16, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιίπταμαι Medium diacritics: περιίπταμαι Low diacritics: περιίπταμαι Capitals: ΠΕΡΙΙΠΤΑΜΑΙ
Transliteration A: periíptamai Transliteration B: periiptamai Transliteration C: periiptamai Beta Code: perii/ptamai

English (LSJ)

later form for περιπέτομαι, Arist.HA542b24, D.C. 58.5, Alex.Trall.Febr.4.

Greek (Liddell-Scott)

περιίπταμαι: μεταγεν. τύπος τοῦ περιπέτομαι, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 9, 2, Δίων Κ. 58. 5, κτλ.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
πετώ επάνω και γύρω από κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ἵπταμαι «πετώ»].