περιπτωτικός: Difference between revisions
ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεως → trustworthy guarantor for the money
(Bailly1_4) |
(32) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=η, ον :<br /><b>1</b> exposé aux accidents de la vie;<br /><b>2</b> qui tombe dans, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[περιπίπτω]]. | |btext=η, ον :<br /><b>1</b> exposé aux accidents de la vie;<br /><b>2</b> qui tombe dans, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[περιπίπτω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -όν, Α [[περιπίπτω]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[περίπτωση]]<br /><b>2.</b> αυτός που συμβαίνει [[κατά]] [[τύχη]], [[τυχαίος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>περιπτωτικῶς</i> Α<br /><b>1.</b> με περιπτωτικό τρόπο, σε [[εξάρτηση]] από τυχαίο [[γεγονός]]<br /><b>2.</b> τυχαία. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:16, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A falling into that which one seeks to avoid, Epicureiap. Plu.2.420d, Arr.Epict.3.6.6, etc.; τῷ κακῷ M.Ant. 10.7. Adv. -κῶς Arr.Epict.4.10.6. II accidental, π. εἶδος ἐμπειρίας Gal.Sect. Intr.2. Adv. -κῶς S.E.M.1.25.
German (Pape)
[Seite 589] ή, όν, zufällig, dem Zufall ausgesetzt; hineinfallend, hineingerathend in Etwas, Plut. u. a. Sp. – Adv., S. Emp. adv. math. 25 u. oft.
Greek (Liddell-Scott)
περιπτωτικός: -ή, -όν, ὁ ἐμπίπτων εἰς ἐκεῖνο ὅπερ τις ἐπιθυμεῖ νὰ ἀποφύγῃ, Ἐπίκουρ. παρὰ Πλουτ. 2. 420D, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 6, 6, κτλ.· ἐπίρρ. -κῶς, αὐτόθι 4. 10, 6. ΙΙ. ὁ κατὰ σύμπτωσιν, τυχαῖος, Γαλην.· ― -κῶς, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 25.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
1 exposé aux accidents de la vie;
2 qui tombe dans, τινι.
Étymologie: περιπίπτω.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α περιπίπτω
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην περίπτωση
2. αυτός που συμβαίνει κατά τύχη, τυχαίος.
επίρρ...
περιπτωτικῶς Α
1. με περιπτωτικό τρόπο, σε εξάρτηση από τυχαίο γεγονός
2. τυχαία.