περίπους: Difference between revisions

From LSJ

Ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ (μήποτε ξένος γένῃ) → Bene hospiti fac: tu quoque hospes fors eris → Bewirte Gäste, denn auch du bist einmal Gast

Menander, Monostichoi, 400
(6_15)
(32)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''περίπους''': οδος, ὁ, ἡ, «περίποδος, (νῦν γράφεται διῃρημ. περὶ ποδός)· ἀντὶ τοῦ ἁρμόζον. καὶ περὶ [[πόδα]]· τὸ ἡρμοσμένον, ἀπὸ τῶν ὑποδημάτων», [[προσέτι]] «περὶ [[πόδα]]· [[οὕτως]] ἐκάλουν τὸ ἁρμόζον· μεταφέροντες ἀπὸ τῶν συμμέτρων τοῖς ποσὶν ὑποδημάτων. ἢ ἀκριβῶς» Ἡσύχ.
|lstext='''περίπους''': οδος, ὁ, ἡ, «περίποδος, (νῦν γράφεται διῃρημ. περὶ ποδός)· ἀντὶ τοῦ ἁρμόζον. καὶ περὶ [[πόδα]]· τὸ ἡρμοσμένον, ἀπὸ τῶν ὑποδημάτων», [[προσέτι]] «περὶ [[πόδα]]· [[οὕτως]] ἐκάλουν τὸ ἁρμόζον· μεταφέροντες ἀπὸ τῶν συμμέτρων τοῖς ποσὶν ὑποδημάτων. ἢ ἀκριβῶς» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=-οδος, ὁ, ἡ, Α<br />([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b> και τον <b>Φώτ.</b>) «ὁ ἁρμόζων ἀπὸ τῶν συμμέτρων τοῑς ποσὶν ὑποδημάτων<br />ἤ ἀκριβῶς».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πούς]] «[[πόδι]]»].
}}
}}

Revision as of 12:16, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίπους Medium diacritics: περίπους Low diacritics: περίπους Capitals: ΠΕΡΙΠΟΥΣ
Transliteration A: perípous Transliteration B: peripous Transliteration C: peripous Beta Code: peri/pous

English (LSJ)

ποδος, ὁ, ἡ,

   A fitting close, as a shoe to the foot, Hsch., Phot. (better divisim, περὶ ποδός and περὶ πόδα).

German (Pape)

[Seite 589] = περιπόδιος 2, rings anschließend, anpassend, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

περίπους: οδος, ὁ, ἡ, «περίποδος, (νῦν γράφεται διῃρημ. περὶ ποδός)· ἀντὶ τοῦ ἁρμόζον. καὶ περὶ πόδα· τὸ ἡρμοσμένον, ἀπὸ τῶν ὑποδημάτων», προσέτι «περὶ πόδα· οὕτως ἐκάλουν τὸ ἁρμόζον· μεταφέροντες ἀπὸ τῶν συμμέτρων τοῖς ποσὶν ὑποδημάτων. ἢ ἀκριβῶς» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-οδος, ὁ, ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ. και τον Φώτ.) «ὁ ἁρμόζων ἀπὸ τῶν συμμέτρων τοῑς ποσὶν ὑποδημάτων
ἤ ἀκριβῶς».
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + πούς «πόδι»].