περισσοσύλλαβος: Difference between revisions
From LSJ
οὐ παντός πλεῖν ἐς Κόρινθον → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth
(6_17) |
(32) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περισσοσύλλᾰβος''': -ον, ὁ ἔχων μίαν συλλαβὴν περισσοτέραν, ὡς καλεῖται ἡ τρίτη [[κλίσις]] ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰς ἑτέρας αἳ καλοῦνται ἰσοσύλλαβοι, Στέφ. Βυζ. ἐν λέξ. Φλεγύα. ― Ἐπίρρ. -βως, ὁ αὐτ. ἐν λέξ. Ἄβαι, κτλ.· ― περισσοσυλλᾰβέω, ἔχω μίαν συλλαβὴν πλειοτέραν ἤ..., τινος ἢ τινι Ἐτυμολ. Μέγ. 35. 41., 132. 1, κτλ. | |lstext='''περισσοσύλλᾰβος''': -ον, ὁ ἔχων μίαν συλλαβὴν περισσοτέραν, ὡς καλεῖται ἡ τρίτη [[κλίσις]] ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰς ἑτέρας αἳ καλοῦνται ἰσοσύλλαβοι, Στέφ. Βυζ. ἐν λέξ. Φλεγύα. ― Ἐπίρρ. -βως, ὁ αὐτ. ἐν λέξ. Ἄβαι, κτλ.· ― περισσοσυλλᾰβέω, ἔχω μίαν συλλαβὴν πλειοτέραν ἤ..., τινος ἢ τινι Ἐτυμολ. Μέγ. 35. 41., 132. 1, κτλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο / [[περισσοσύλλαβος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[περιττοσύλλαβος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:17, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A with a syllable more, γενική Id.Adv.166.26, St.Byz. s.v. Φλεγύα. Adv. -βως Id. s.v. Ἄβαι, Sch. E.Or.18, etc.
German (Pape)
[Seite 593] mit einer überflüssigen, überzähligen Sylbe, Gramm.
Greek (Liddell-Scott)
περισσοσύλλᾰβος: -ον, ὁ ἔχων μίαν συλλαβὴν περισσοτέραν, ὡς καλεῖται ἡ τρίτη κλίσις ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰς ἑτέρας αἳ καλοῦνται ἰσοσύλλαβοι, Στέφ. Βυζ. ἐν λέξ. Φλεγύα. ― Ἐπίρρ. -βως, ὁ αὐτ. ἐν λέξ. Ἄβαι, κτλ.· ― περισσοσυλλᾰβέω, ἔχω μίαν συλλαβὴν πλειοτέραν ἤ..., τινος ἢ τινι Ἐτυμολ. Μέγ. 35. 41., 132. 1, κτλ.
Greek Monolingual
-η, -ο / περισσοσύλλαβος, -ον, ΝΜΑ
βλ. περιττοσύλλαβος.