περισμύχω: Difference between revisions
Ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep
(6_3) |
(32) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περισμύχω''': [ῡ], [[καταναλίσκω]] [[πανταχόθεν]], [[φθείρω]], [[καταστρέφω]], ἐρυσίβην ἢ τε... ἀμφὶ περὶ σταχύεσσι περισμύχουσα κάθηται Ὀρφ. Λιθ. 596· ἐπὶ τοῦ ἔρωτος, εἰσοράαν γὰρ καὶ σὲ [[μάκαρ]] [[ποθέω]] καὶ γλυκερὴν δάμαλιν, ἧς με περισμύχουσι μεληδόνες Ἀνθ. Π. 5. 292. | |lstext='''περισμύχω''': [ῡ], [[καταναλίσκω]] [[πανταχόθεν]], [[φθείρω]], [[καταστρέφω]], ἐρυσίβην ἢ τε... ἀμφὶ περὶ σταχύεσσι περισμύχουσα κάθηται Ὀρφ. Λιθ. 596· ἐπὶ τοῦ ἔρωτος, εἰσοράαν γὰρ καὶ σὲ [[μάκαρ]] [[ποθέω]] καὶ γλυκερὴν δάμαλιν, ἧς με περισμύχουσι μεληδόνες Ἀνθ. Π. 5. 292. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[λειώνω]], [[κατακαίω]], [[καταστρέφω]] [[κάτι]] με σιγανή, υποκαίουσα [[φωτιά]]<br /><b>2.</b> (και μτφ.) [[λειώνω]] κάποιον από τις ερωτικές μέριμνες («[[ποθέω]] καὶ γλυκερὴν δάμαλιν, ἧς με περισμύχουσι μεληδόνες», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[σμύχω]] «σιγοκαίω, [[σιγοβράζω]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:17, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῡ],
A consume by a slow fire, Orph.L.602 ; of love, AP 5.291.11 (Agath.).
German (Pape)
[Seite 591] (s. σμύχω), von allen Seiten, gänzlich im schmauchenden, leise qualmenden Feuer verzehren, übtr. von Sorgen, Agath. 25 (V, 292).
Greek (Liddell-Scott)
περισμύχω: [ῡ], καταναλίσκω πανταχόθεν, φθείρω, καταστρέφω, ἐρυσίβην ἢ τε... ἀμφὶ περὶ σταχύεσσι περισμύχουσα κάθηται Ὀρφ. Λιθ. 596· ἐπὶ τοῦ ἔρωτος, εἰσοράαν γὰρ καὶ σὲ μάκαρ ποθέω καὶ γλυκερὴν δάμαλιν, ἧς με περισμύχουσι μεληδόνες Ἀνθ. Π. 5. 292.
Greek Monolingual
Α
1. λειώνω, κατακαίω, καταστρέφω κάτι με σιγανή, υποκαίουσα φωτιά
2. (και μτφ.) λειώνω κάποιον από τις ερωτικές μέριμνες («ποθέω καὶ γλυκερὴν δάμαλιν, ἧς με περισμύχουσι μεληδόνες», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + σμύχω «σιγοκαίω, σιγοβράζω»].