περιφροσύνη: Difference between revisions
From LSJ
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
(6_10) |
(32) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περιφροσύνη''': ἡ, ἡμαρτημ. γραφ. ἀντὶ παραφρ-, Κόλουθ. 196, Θεμίστ. 259Β. | |lstext='''περιφροσύνη''': ἡ, ἡμαρτημ. γραφ. ἀντὶ παραφρ-, Κόλουθ. 196, Θεμίστ. 259Β. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ἡ, Α [[περίφρων]]<br />η [[περιφρόνηση]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:17, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A cunning, Them.Or.21.259b, Coluth.197(pl.).
German (Pape)
[Seite 599] ἡ, = περιφρόνησις, im plur., Coluth. 196.
Greek (Liddell-Scott)
περιφροσύνη: ἡ, ἡμαρτημ. γραφ. ἀντὶ παραφρ-, Κόλουθ. 196, Θεμίστ. 259Β.
Greek Monolingual
ἡ, Α περίφρων
η περιφρόνηση.