πηδητής: Difference between revisions
From LSJ
Εἰ μὲν ἐπ' ἀμφοτέροισιν, Ἔρως, ἴσα τόξα τιταίνεις, εἶ θεός (Rufinus, Greek Anthology 5.97) → If, Eros, you're stretching your bow at both equally, then you're a god.
(6_19) |
(32) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πηδητής''': -οῦ, ὁ, ὁ πηδῶν, [[χορευτής]], Πρόκλ. παράφρ. Πτολ. σ. 93. | |lstext='''πηδητής''': -οῦ, ὁ, ὁ πηδῶν, [[χορευτής]], Πρόκλ. παράφρ. Πτολ. σ. 93. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, ΝΑ [[πηδώ]]<br />αυτός που πηδά, που έχει την [[ικανότητα]] να πηδά<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b><br />νυκτόβιο σκιουρόμορφο τρωκτικό, με ισχυρά τα [[πίσω]] πόδια, που ζει σε αμμώδεις εκτάσεις της κεντρικής και της νότιας Αφρικής<br /><b>αρχ.</b><br />[[χορευτής]] («ὀρχησταὶ καὶ πηδηταί», Πτολ.). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:17, 29 September 2017
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A leaper, dancer, Ptol.Tetr.64.
German (Pape)
[Seite 609] ὁ, der Springer, Hüpfer, Tänzer (?).
Greek (Liddell-Scott)
πηδητής: -οῦ, ὁ, ὁ πηδῶν, χορευτής, Πρόκλ. παράφρ. Πτολ. σ. 93.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ πηδώ
αυτός που πηδά, που έχει την ικανότητα να πηδά
νεοελλ.
ζωολ.
νυκτόβιο σκιουρόμορφο τρωκτικό, με ισχυρά τα πίσω πόδια, που ζει σε αμμώδεις εκτάσεις της κεντρικής και της νότιας Αφρικής
αρχ.
χορευτής («ὀρχησταὶ καὶ πηδηταί», Πτολ.).