περίφορος: Difference between revisions
From LSJ
ὥστε ὁ βίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable
(Bailly1_4) |
(32) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ἡ) :<br />mouvement circulaire, révolution d’un astre.<br />'''Étymologie:''' [[περιφέρω]]. | |btext=ου (ἡ) :<br />mouvement circulaire, révolution d’un astre.<br />'''Étymologie:''' [[περιφέρω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α [[περιφέρω]]<br />αυτός που περιφέρεται, που περιστρέφεται [[γρήγορα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:17, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A carried about by passing impulse, M.Ant.1.15. II Subst. περίφορος, ἡ, f.l. for περιφορά or περίοδος in Luc.Astr.5.
German (Pape)
[Seite 599] ἡ, = περιφορά, ἡλίου Luc. astrol. 5.
Greek (Liddell-Scott)
περίφορος: ἡ, ἐν Ψευδο-Λουκ. π. τῆς Ἀστρολ. 5˙ ἡμαρτημ. γραφ. ἀντὶ περιφορὰ ἢ περίοδος.
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ) :
mouvement circulaire, révolution d’un astre.
Étymologie: περιφέρω.
Greek Monolingual
-ον, Α περιφέρω
αυτός που περιφέρεται, που περιστρέφεται γρήγορα.