πευστικός: Difference between revisions
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
(6_10) |
(32) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πευστικός''': -ή, -όν, [[ἐρωτηματικός]], Σχόλ. εἰς Ἰλ. Β. 265, Ἐτυμολ. Μέγ. κλπ. Ἐπίρρ. -κῶς, ἐρωτηματικῶς, ἐν ἐρωτήσει, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1405. | |lstext='''πευστικός''': -ή, -όν, [[ἐρωτηματικός]], Σχόλ. εἰς Ἰλ. Β. 265, Ἐτυμολ. Μέγ. κλπ. Ἐπίρρ. -κῶς, ἐρωτηματικῶς, ἐν ἐρωτήσει, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1405. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -όν, Α [[πευστής]]<br /><b>1.</b> αυτός που ερευνά, που ζητάει να μάθει [[κάτι]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πευστικόν</i><br />η [[ερώτηση]], η [[έρευνα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πευστικῶς</i><br />ερωτηματικά, με τρόπο ερευνητικό. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:17, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A interrogative, ἐπίρρημα A.D.Adv.193.26, al.; [ὄνομα] D.T.637.7; τὸ π. Ph.1.97. Adv. -κῶς A.D.Adv.209.26; ἔχειν Sch.A.R.4.1405.
German (Pape)
[Seite 607] fragend, forschend, adv. πευστικῶς, fragweise, Schol. Il. 2, 565 u. sonst; π. ἔχειν, fragen wollen, Schol. Ap. Rh. 4, 1405.
Greek (Liddell-Scott)
πευστικός: -ή, -όν, ἐρωτηματικός, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Β. 265, Ἐτυμολ. Μέγ. κλπ. Ἐπίρρ. -κῶς, ἐρωτηματικῶς, ἐν ἐρωτήσει, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1405.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α πευστής
1. αυτός που ερευνά, που ζητάει να μάθει κάτι
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πευστικόν
η ερώτηση, η έρευνα.
επίρρ...
πευστικῶς
ερωτηματικά, με τρόπο ερευνητικό.