πιππίζω: Difference between revisions

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
(6_2)
(32)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πιππίζω''': [[κάμνω]] πῖ πῖ, ἐπὶ ὀρνέων, ἰοὺ ἰοὺ τῶν ὀρνέων, ἰοὺ τῶν κοψίχων οἷα πιππίζουσι καὶ τρέχουσι διακεκραγότες Ἀριστοφ. Ὄρν. 307· τὰ Ἀντίγραφ. [[ἐνίοτε]] ἔχουσι [[πιπίζω]]. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πιπ(π)ίζειν· κατὰ μίμησιν ἡ [[λέξις]] πεποίηται τῆς τῶν ὀρνέων φωνῆς».
|lstext='''πιππίζω''': [[κάμνω]] πῖ πῖ, ἐπὶ ὀρνέων, ἰοὺ ἰοὺ τῶν ὀρνέων, ἰοὺ τῶν κοψίχων οἷα πιππίζουσι καὶ τρέχουσι διακεκραγότες Ἀριστοφ. Ὄρν. 307· τὰ Ἀντίγραφ. [[ἐνίοτε]] ἔχουσι [[πιπίζω]]. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πιπ(π)ίζειν· κατὰ μίμησιν ἡ [[λέξις]] πεποίηται τῆς τῶν ὀρνέων φωνῆς».
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>βλ.</b> [[πιπίζω]] (Ι).
}}
}}

Revision as of 12:17, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πιππίζω Medium diacritics: πιππίζω Low diacritics: πιππίζω Capitals: ΠΙΠΠΙΖΩ
Transliteration A: pippízō Transliteration B: pippizō Transliteration C: pippizo Beta Code: pippi/zw

English (LSJ)

   A pipe, cheep, or chirp like young birds, Ar.Av.306.

German (Pape)

[Seite 618] auch πιπίζω geschrieben, piepen, wie junge Vögel schreien, Ar. Av. 307; vom Wiedehopf, Poll. 5, 89.

Greek (Liddell-Scott)

πιππίζω: κάμνω πῖ πῖ, ἐπὶ ὀρνέων, ἰοὺ ἰοὺ τῶν ὀρνέων, ἰοὺ τῶν κοψίχων οἷα πιππίζουσι καὶ τρέχουσι διακεκραγότες Ἀριστοφ. Ὄρν. 307· τὰ Ἀντίγραφ. ἐνίοτε ἔχουσι πιπίζω. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πιπ(π)ίζειν· κατὰ μίμησιν ἡ λέξις πεποίηται τῆς τῶν ὀρνέων φωνῆς».

Greek Monolingual

Α
βλ. πιπίζω (Ι).