πλαγιοχαίτης: Difference between revisions

From LSJ

σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women

Source
(6_19)
(32)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πλᾰγιοχαίτης''': -ου, ὁ, ὁ πλαγίαν ἔχων τὴν χαίτην, Ἡσύχ. ἐν λ. δοχμόκορσοι.
|lstext='''πλᾰγιοχαίτης''': -ου, ὁ, ὁ πλαγίαν ἔχων τὴν χαίτην, Ἡσύχ. ἐν λ. δοχμόκορσοι.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ὁ πλαγίαν χαίτην ἔχων».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πλάγιος]] <span style="color: red;">+</span> [[χαίτη]] (<b>πρβλ.</b> <i>ορθο</i>-<i>χαίτης</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:18, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλᾰγιοχαίτης Medium diacritics: πλαγιοχαίτης Low diacritics: πλαγιοχαίτης Capitals: ΠΛΑΓΙΟΧΑΙΤΗΣ
Transliteration A: plagiochaítēs Transliteration B: plagiochaitēs Transliteration C: plagiochaitis Beta Code: plagioxai/ths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A with hair across, Hsch. s.v. δοχμόκορσοι.

German (Pape)

[Seite 623] ὁ, mit schiefem Haare, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

πλᾰγιοχαίτης: -ου, ὁ, ὁ πλαγίαν ἔχων τὴν χαίτην, Ἡσύχ. ἐν λ. δοχμόκορσοι.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «ὁ πλαγίαν χαίτην ἔχων».
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλάγιος + χαίτη (πρβλ. ορθο-χαίτης)].