πλεκτήριο: Difference between revisions
From LSJ
νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)
(33) |
(No difference)
|
Revision as of 12:18, 29 September 2017
Greek Monolingual
και πλεχτήριο, το, Ν
1. χώρος στον οποίο είναι εγκατεστημένες πλεκτικές μηχανές
2. εργαστήριο πλεκτικής ή τμήμα κλωστοϋφαντουργικής βιομηχανίας όπου κατασκευάζονται πλεκτά ενδύματα με τη χρήση πλεκτικών μηχανών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλέκω + επίθημα -τήριο (πρβλ. πλυν-τήριο). Η λ. πλεκτήριον μαρτυρείται από το 1891 σε επιγραφή εργαστηρίου τών Αθηνών].