πνίξ: Difference between revisions

From LSJ

Μηκέθ᾽ ὅλως περὶ τοῦ οἷόν τινα εἶναι τὸν ἀγαθὸν ἄνδρα διαλέγεσθαι, ἀλλὰ εἶναι τοιοῦτον. → Waste no more time arguing what a good man should be. Be one.

Source
(6_12)
(33)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πνίξ''': -ῑγός, ἡ, [[πνιγμός]], [[αἴσθησις]] πνιγμοῦ, Ἱππ. Ἀφ. 1250 κτλ.· ― ἐπὶ γυμαικῶν, αἱ ὑστερικαὶ πνῖγες Διοσκ. 3. 52· ἡ ὑστ. [[πνίξ]] Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 11· [[οὕτως]], αἱ ὑστερικῶς πνιγόμεναι Ὀρειβάσ. 309 Matth.
|lstext='''πνίξ''': -ῑγός, ἡ, [[πνιγμός]], [[αἴσθησις]] πνιγμοῦ, Ἱππ. Ἀφ. 1250 κτλ.· ― ἐπὶ γυμαικῶν, αἱ ὑστερικαὶ πνῖγες Διοσκ. 3. 52· ἡ ὑστ. [[πνίξ]] Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 11· [[οὕτως]], αἱ ὑστερικῶς πνιγόμεναι Ὀρειβάσ. 309 Matth.
}}
{{grml
|mltxt=-ιγός, ἡ, Α [[πνίγω]]<br /><b>1.</b> [[πνιγμός]]<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> [[αρρώστια]], ὁμοια με την [[κυνάγχη]], στην οποία, [[κατά]] τη [[διάρκεια]] πυρετού, επισυμβαίνει αιφνίδια [[σύσφιγξη]] του λαιμού και ο [[ασθενής]] πεθαίνει από [[ασφυξία]].
}}
}}

Revision as of 12:18, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πνίξ Medium diacritics: πνίξ Low diacritics: πνιξ Capitals: ΠΝΙΞ
Transliteration A: pníx Transliteration B: pnix Transliteration C: pniks Beta Code: pni/c

English (LSJ)

ῐγός, ἡ,

   A choking, suffocation, Hp.Aph.4.34, etc.; of women, αἱ ὑστερικαὶ πνίγες Dsc.3.45,140, cf. Aret.SA2.11 tit.

German (Pape)

[Seite 641] ιγός, ἡ, das Ersticken, Würgen, wenn Einem die Luft ausgeht, Hippocr.; auch = πνιγαλίων.

Greek (Liddell-Scott)

πνίξ: -ῑγός, ἡ, πνιγμός, αἴσθησις πνιγμοῦ, Ἱππ. Ἀφ. 1250 κτλ.· ― ἐπὶ γυμαικῶν, αἱ ὑστερικαὶ πνῖγες Διοσκ. 3. 52· ἡ ὑστ. πνίξ Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 11· οὕτως, αἱ ὑστερικῶς πνιγόμεναι Ὀρειβάσ. 309 Matth.

Greek Monolingual

-ιγός, ἡ, Α πνίγω
1. πνιγμός
2. ιατρ. αρρώστια, ὁμοια με την κυνάγχη, στην οποία, κατά τη διάρκεια πυρετού, επισυμβαίνει αιφνίδια σύσφιγξη του λαιμού και ο ασθενής πεθαίνει από ασφυξία.