ποικιλόφυλος: Difference between revisions

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
(6_16)
(33)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ποικιλόφῡλος''': -ον, = [[αἰολόφυλος]], Σχόλ. εἰς Ὀππ. Ἁλ. 1. 617.
|lstext='''ποικιλόφῡλος''': -ον, = [[αἰολόφυλος]], Σχόλ. εἰς Ὀππ. Ἁλ. 1. 617.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που αποτελείται από διάφορες φυλές, [[αιολόφυλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ποικίλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φυλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φῦλον]]), <b>πρβλ.</b> <i>ετερό</i>-<i>φυλος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:18, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποικῐλόφῡλος Medium diacritics: ποικιλόφυλος Low diacritics: ποικιλόφυλος Capitals: ΠΟΙΚΙΛΟΦΥΛΟΣ
Transliteration A: poikilóphylos Transliteration B: poikilophylos Transliteration C: poikilofylos Beta Code: poikilo/fulos

English (LSJ)

ον,

   A = αἰολόφυλος, Sch.Opp.H.1.617.

Greek (Liddell-Scott)

ποικιλόφῡλος: -ον, = αἰολόφυλος, Σχόλ. εἰς Ὀππ. Ἁλ. 1. 617.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που αποτελείται από διάφορες φυλές, αιολόφυλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + -φυλος (< φῦλον), πρβλ. ετερό-φυλος].