πολιάτας: Difference between revisions

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
(SL_2)
(33)
Line 18: Line 18:
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>πολιᾱτας</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[citizen]] [[κέρδος]] ὕψιστον δέκεται πολιατᾶν καὶ [[ξένων]] γλώσσας [[ἄωτον]] (I. 1.51)
|sltr=<b>πολιᾱτας</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[citizen]] [[κέρδος]] ὕψιστον δέκεται πολιατᾶν καὶ [[ξένων]] γλώσσας [[ἄωτον]] (I. 1.51)
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, θηλ. πολιᾱτις, -άτιδος, Α<br />(αιολ. και δωρ. τ. του [[πολιήτης]]) <b>βλ.</b> [[πολίτης]].
}}
}}

Revision as of 12:19, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολιάτας Medium diacritics: πολιάτας Low diacritics: πολιάτας Capitals: ΠΟΛΙΑΤΑΣ
Transliteration A: poliátas Transliteration B: poliatas Transliteration C: poliatas Beta Code: polia/tas

English (LSJ)

[ᾱτ], α, ὁ, Aeol. and Dor. for πολιήτης, opp. ξένος, Alc.Supp.14.6, Id.Oxy.1233 Fr.22.3, Pi.I.1.51, Leg.Gort.10.35, lsyll. 21.

German (Pape)

[Seite 655] ὁ, dor. = πολιήτης, Pind. I. 1, 51, im Ggstz von ξένος.

Greek (Liddell-Scott)

πολιάτας: ὁ, Δωρ. ἀντὶ τοῦ πολιήτης, ἀντίθετον τῷ ξεῖνος, Πινδ. Ι. 1. 74.

English (Slater)

πολιᾱτας
   1 citizen κέρδος ὕψιστον δέκεται πολιατᾶν καὶ ξένων γλώσσας ἄωτον (I. 1.51)

Greek Monolingual

ὁ, θηλ. πολιᾱτις, -άτιδος, Α
(αιολ. και δωρ. τ. του πολιήτης) βλ. πολίτης.