πολεμόφρων: Difference between revisions

From LSJ

ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old

Source
(6_19)
(33)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολεμόφρων''': -ονος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πολεμικὸν [[φρόνημα]], [[φιλοπόλεμος]], Σχόλ. εἰς Ὀδ. Α. 48.
|lstext='''πολεμόφρων''': -ονος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πολεμικὸν [[φρόνημα]], [[φιλοπόλεμος]], Σχόλ. εἰς Ὀδ. Α. 48.
}}
{{grml
|mltxt=-ονος, ὁ, ἡ, Α<br />αυτός που έχει πολεμικό [[φρόνημα]], ο [[φιλοπόλεμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πόλεμος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φρων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φρήν]], <i>φρενός</i>), <b>πρβλ.</b> <i>γυναικό</i>-<i>φρων</i>].
}}
}}

Revision as of 12:19, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολεμόφρων Medium diacritics: πολεμόφρων Low diacritics: πολεμόφρων Capitals: ΠΟΛΕΜΟΦΡΩΝ
Transliteration A: polemóphrōn Transliteration B: polemophrōn Transliteration C: polemofron Beta Code: polemo/frwn

English (LSJ)

   A gloss on δαΐφρων, Sch.Od.1.48.

German (Pape)

[Seite 654] ον, kriegerisch gesinnt, Schol. Od. 1, 48.

Greek (Liddell-Scott)

πολεμόφρων: -ονος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πολεμικὸν φρόνημα, φιλοπόλεμος, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Α. 48.

Greek Monolingual

-ονος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που έχει πολεμικό φρόνημα, ο φιλοπόλεμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόλεμος + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. γυναικό-φρων].