πολεμόφρων

From LSJ

κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολεμόφρων Medium diacritics: πολεμόφρων Low diacritics: πολεμόφρων Capitals: ΠΟΛΕΜΟΦΡΩΝ
Transliteration A: polemóphrōn Transliteration B: polemophrōn Transliteration C: polemofron Beta Code: polemo/frwn

English (LSJ)

gloss on δαΐφρων, Sch.Od.1.48.

German (Pape)

[Seite 654] ον, kriegerisch gesinnt, Schol. Od. 1, 48.

Greek (Liddell-Scott)

πολεμόφρων: -ονος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πολεμικὸν φρόνημα, φιλοπόλεμος, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Α. 48.

Greek Monolingual

-ονος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που έχει πολεμικό φρόνημα, ο φιλοπόλεμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόλεμος + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. γυναικόφρων].