πολύεργος: Difference between revisions

From LSJ

Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt

Menander, Monostichoi, 357
(Bailly1_4)
(33)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> très laborieux, très diligent;<br /><b>2</b> qui donne beaucoup de peine.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[ἔργον]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> très laborieux, très diligent;<br /><b>2</b> qui donne beaucoup de peine.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[ἔργον]].
}}
{{grml
|mltxt=-ον, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[πολύεργος]]<br /><b>εντομολ.</b> [[ονομασία]] γένους κλειστόγαστρων υμενόπτερων εντόμων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που εργάζεται πολύ<br /><b>2.</b> ο πολύ δουλεμένος, πολύ επεξεργασμένος, [[έντεχνος]] («οἴνων ἀμυθήτων πολυεργούς και παμπικίλους κράσεις», Φίλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>εργος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), <b>πρβλ.</b> <i>φίλ</i>-<i>εργος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:19, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύεργος Medium diacritics: πολύεργος Low diacritics: πολύεργος Capitals: ΠΟΛΥΕΡΓΟΣ
Transliteration A: polýergos Transliteration B: polyergos Transliteration C: polyergos Beta Code: polu/ergos

English (LSJ)

ον,

   A hardworking, ἀροτρεύς Nic.Th.4, cf. Cat.Cod.Astr.2.179; perh. f.l. for ἀμπελοεργοί, Theoc.25.27.    II Pass., highly-wrought, elaborate, Ph.1.665.

German (Pape)

[Seite 662] von vieler Arbeit, viel arbeitend, mühsam, Theocr. 25, 27. – Auch worauf viel Arbeit verwendet ist, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πολύεργος: -ον, ὁ πολὺ ἐργαζόμενος, Θεόκρ. 25. 27. ΙΙ. παθ., ὁ πολὺ εἰργασμένος, ἔντεχνος, Φίλων 1. 665.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 très laborieux, très diligent;
2 qui donne beaucoup de peine.
Étymologie: πολύς, ἔργον.

Greek Monolingual

-ον, ΝΑ
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο πολύεργος
εντομολ. ονομασία γένους κλειστόγαστρων υμενόπτερων εντόμων
αρχ.
1. αυτός που εργάζεται πολύ
2. ο πολύ δουλεμένος, πολύ επεξεργασμένος, έντεχνος («οἴνων ἀμυθήτων πολυεργούς και παμπικίλους κράσεις», Φίλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -εργος (< ἔργον), πρβλ. φίλ-εργος].