πολύθρηνος: Difference between revisions

From LSJ

μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation

Source
(Bailly1_4)
(33)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui se lamente beaucoup, plaintif ; <i>en parl. d’un chant</i> très plaintif.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[θρῆνος]].
|btext=ος, ον :<br />qui se lamente beaucoup, plaintif ; <i>en parl. d’un chant</i> très plaintif.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[θρῆνος]].
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που αποτελείται από πολλούς θρήνους, από [[πολλά]] δάκρυα («πολύθρηνον [[αἰῶν]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πολυθρήνητος]] («πολυθρηνότερον [[παιδίον]]», Ιμέρ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[θρῆνος]] (<b>πρβλ.</b> <i>αξιό</i>-<i>θρηνος</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:19, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύθρηνος Medium diacritics: πολύθρηνος Low diacritics: πολύθρηνος Capitals: ΠΟΛΥΘΡΗΝΟΣ
Transliteration A: polýthrēnos Transliteration B: polythrēnos Transliteration C: polythrinos Beta Code: polu/qrhnos

English (LSJ)

ον,

   A much-wailing, αἰών A.Ag.714 (lyr.); ὕμνος ib.711 (lyr.); π. Ἀλκυών Luc.Halc.1; π. ὑάκινθος Nic.Th.902.    II much-lamented, παιδίον Him.Or.23.20 (Sup.).

German (Pape)

[Seite 663] von od. mit vielen Thränen, thränenreich; ὕμνος, Aesch. Ag. 694; αἰών, 696; καὶ πολύδακρυς, Luc. Halc. 1; Nic. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πολύθρηνος: -ον, ὁ πολὺ θρηνῶν, αἰὼν Αἰσχύλ. Ἀγ. 714· ὕμνος αὐτόθι 711· π. Ἀλκυὼν Λουκ. Ἀλκ. 1· π. ὑάκινθος Νικ. Θηρ. 902.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui se lamente beaucoup, plaintif ; en parl. d’un chant très plaintif.
Étymologie: πολύς, θρῆνος.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που αποτελείται από πολλούς θρήνους, από πολλά δάκρυα («πολύθρηνον αἰῶν», Αισχύλ.)
2. πολυθρήνητος («πολυθρηνότερον παιδίον», Ιμέρ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + θρῆνος (πρβλ. αξιό-θρηνος)].