πολυμιξία: Difference between revisions

From LSJ

Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...

Source
(Bailly1_4)
(33)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><i>c.</i> [[πολυμιγία]].
|btext=ας (ἡ) :<br /><i>c.</i> [[πολυμιγία]].
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ [[πολύμικτος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γένος]] ακανθοπτερύγιων βερυκόμορφων ιχθύων που απαντά στις τροπικές και εύκρατες περιοχές του Ατλαντικού και του Ειρηνικού Ωκεανού<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[πολυγαμία]]<br /><b>2.</b> [[κακοφωνία]] από πολλές φωνές<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πολυμιγία]], [[ανάμιξη]] διαφορετικών συστατικών<br /><b>2.</b> [[μίξη]], [[συνεύρεση]] με [[πολλά]] θηλυκά άτομα.
}}
}}

Revision as of 12:19, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυμιξία Medium diacritics: πολυμιξία Low diacritics: πολυμιξία Capitals: ΠΟΛΥΜΙΞΙΑ
Transliteration A: polymixía Transliteration B: polymixia Transliteration C: polymiksia Beta Code: polumici/a

English (LSJ)

ἡ,

   A = πολυμιγία, αἱ π. τῶν σπερμάτων Epicur.Fr.250 (= Metrod.Fr.1).

German (Pape)

[Seite 666] ἡ, = πολυμιγία, Plut. adv. Colot. 5.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
c. πολυμιγία.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ πολύμικτος
νεοελλ.
γένος ακανθοπτερύγιων βερυκόμορφων ιχθύων που απαντά στις τροπικές και εύκρατες περιοχές του Ατλαντικού και του Ειρηνικού Ωκεανού
μσν.
1. πολυγαμία
2. κακοφωνία από πολλές φωνές
μσν.-αρχ.
1. πολυμιγία, ανάμιξη διαφορετικών συστατικών
2. μίξη, συνεύρεση με πολλά θηλυκά άτομα.