πολυπευθής: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
(Bailly1_4)
(33)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />où l’oracle est fort interrogé.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[πυνθάνομαι]].
|btext=ής, ές :<br />où l’oracle est fort interrogé.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[πυνθάνομαι]].
}}
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br /><b>φρ.</b> «[[ἑβδόμη]] [[πολυπευθής]]» — η [[μέρα]] [[κατά]] την οποία πολλοί ζητούσαν προβλέψεις για το [[μέλλον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>πευθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πεύθω]] «πληροφορούμαι»), <b>πρβλ.</b> <i>νεο</i>-<i>πευθής</i>].
}}
}}

Revision as of 12:19, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυπευθής Medium diacritics: πολυπευθής Low diacritics: πολυπευθής Capitals: ΠΟΛΥΠΕΥΘΗΣ
Transliteration A: polypeuthḗs Transliteration B: polypeuthēs Transliteration C: polypefthis Beta Code: polupeuqh/s

English (LSJ)

ές,

   A much-inquiring, ἑβδόμη a day on which many persons consult the oracle, Plu.2.292f.

German (Pape)

[Seite 668] ές, viel fragend, bei Plut. quest. gr. 9 ἡμέρα, ein Tag, an dem viel gefragt wird.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠπευθής: -ές, ὁ πολλὰ ἐρωτῶν, ἐρευνῶν ἡμέρα π.· καθ’ ἣν πολλοὶ συμβουλεύονται τὸ μαντεῖον, Πλούτ. 2. 292Ε.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
où l’oracle est fort interrogé.
Étymologie: πολύς, πυνθάνομαι.

Greek Monolingual

-ές, Α
φρ. «ἑβδόμη πολυπευθής» — η μέρα κατά την οποία πολλοί ζητούσαν προβλέψεις για το μέλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + πευθής (< πεύθω «πληροφορούμαι»), πρβλ. νεο-πευθής].