πολυχείμων: Difference between revisions
From LSJ
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
(6_14) |
(33) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πολῠχείμων''': ὁ, ἡ, [[λίαν]] [[δυσχείμερος]] ἢ [[θυελλώδης]], Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 108. | |lstext='''πολῠχείμων''': ὁ, ἡ, [[λίαν]] [[δυσχείμερος]] ἢ [[θυελλώδης]], Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 108. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ονος, ὁ, ἡ, Α<br />πολύ [[τρικυμιώδης]], [[θυελλώδης]] («[[πολυχείμων]] [[θάλασσα]]», <b>Αππ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>χείμων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χεῖμα]] / [[χειμών]] «[[κακοκαιρία]]»), <b>πρβλ.</b> <i>βαρυ</i>-<i>χείμων</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:19, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ, ἡ, gen. ονος,
A very stormy, θάλασσα App.BC5.108.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠχείμων: ὁ, ἡ, λίαν δυσχείμερος ἢ θυελλώδης, Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 108.
Greek Monolingual
-ονος, ὁ, ἡ, Α
πολύ τρικυμιώδης, θυελλώδης («πολυχείμων θάλασσα», Αππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -χείμων (< χεῖμα / χειμών «κακοκαιρία»), πρβλ. βαρυ-χείμων].