πολύχρονος: Difference between revisions

From LSJ

ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief

Source
(6_17)
(33)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολύχρονος''': -ον, μεταγενέστ. [[τύπος]] τοῦ [[πολυχρόνιος]], [[Αἰνείας]] Γαζ., κλπ.
|lstext='''πολύχρονος''': -ον, μεταγενέστ. [[τύπος]] τοῦ [[πολυχρόνιος]], [[Αἰνείας]] Γαζ., κλπ.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πολύχρονος]], -ον, ΝΑ<br />[[πολυχρόνιος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />σχετικά με πρόσ. ως [[ευχή]]) [[μακρόβιος]] («[[πολύχρονος]] νά 'σαι!»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[χρόνος]] (<b>πρβλ.</b> <i>ισό</i>-<i>χρονος</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:20, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύχρονος Medium diacritics: πολύχρονος Low diacritics: πολύχρονος Capitals: ΠΟΛΥΧΡΟΝΟΣ
Transliteration A: polýchronos Transliteration B: polychronos Transliteration C: polychronos Beta Code: polu/xronos

English (LSJ)

ον, later form for πολυχρόνιος, Jo.Gaz.Ecphr.2.211.

German (Pape)

[Seite 677] spätere Form statt πολυχρόνιος, Io. Gaz. periphr. 568; auch im adv. πολυχρόνως.

Greek (Liddell-Scott)

πολύχρονος: -ον, μεταγενέστ. τύπος τοῦ πολυχρόνιος, Αἰνείας Γαζ., κλπ.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολύχρονος, -ον, ΝΑ
πολυχρόνιος
νεοελλ.
σχετικά με πρόσ. ως ευχή) μακρόβιοςπολύχρονος νά 'σαι!»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + χρόνος (πρβλ. ισό-χρονος)].