πονηρόφθαλμος: Difference between revisions

From LSJ

τίς Ἑλλὰς ἢ βάρβαρος ἢ τῶν προπάροιθ' εὐγενετᾶν ἕτερος ἔτλα κακῶν τοσῶνδ' αἵματος ἁμερίου τοιάδ' ἄχεα φανεράwhat woman Greek or foreign or what other scion of ancient nobility has endured of mortal bloodshed's woes so many, such manifest pains

Source
(6_17)
(33)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πονηρόφθαλμος''': -ον, ὁ ἔχων ὀφθαλμὸν πονηρόν, δηλ. βάσκανον, μνημονεύεται ἐκ τῶν Παροιμ. Σολομ. ΙΓ΄, 6, ἐν τῇ Παλ. Διαθ., [[ἔνθα]] νῦν, ἀνδρὶ βασκάνῳ.
|lstext='''πονηρόφθαλμος''': -ον, ὁ ἔχων ὀφθαλμὸν πονηρόν, δηλ. βάσκανον, μνημονεύεται ἐκ τῶν Παροιμ. Σολομ. ΙΓ΄, 6, ἐν τῇ Παλ. Διαθ., [[ἔνθα]] νῦν, ἀνδρὶ βασκάνῳ.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει πονηρό, βάσκανο [[μάτι]], αυτός που το [[βλέμμα]] του ματιάζει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πονηρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>όφθαλμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὀφθαλμός]]), <b>πρβλ.</b> <i>φοβερ</i>-<i>όφθαλμος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:20, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πονηρόφθαλμος Medium diacritics: πονηρόφθαλμος Low diacritics: πονηρόφθαλμος Capitals: ΠΟΝΗΡΟΦΘΑΛΜΟΣ
Transliteration A: ponēróphthalmos Transliteration B: ponērophthalmos Transliteration C: ponirofthalmos Beta Code: ponhro/fqalmos

English (LSJ)

ον,

   A with evil (i.e. envious) eye, Al.Pr.23.6.

German (Pape)

[Seite 680] mit bösen Augen, = βάσκανος, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

πονηρόφθαλμος: -ον, ὁ ἔχων ὀφθαλμὸν πονηρόν, δηλ. βάσκανον, μνημονεύεται ἐκ τῶν Παροιμ. Σολομ. ΙΓ΄, 6, ἐν τῇ Παλ. Διαθ., ἔνθα νῦν, ἀνδρὶ βασκάνῳ.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει πονηρό, βάσκανο μάτι, αυτός που το βλέμμα του ματιάζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πονηρός + -όφθαλμος (< ὀφθαλμός), πρβλ. φοβερ-όφθαλμος].