πολύχρως: Difference between revisions
From LSJ
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
(6_22) |
(33) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πολύχρως''': -ων, = [[πολύχροος]], Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 1, 19. | |lstext='''πολύχρως''': -ων, = [[πολύχροος]], Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 1, 19. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ων, Α<br />αυτός που έχει [[πολλά]] και ποικίλα χρώματα, [[πολύχρωμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>χρως</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χρώς]] «[[χρώμα]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ετερό</i>-<i>χρως</i>, [[λευκό]]-<i>χρως</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:20, 29 September 2017
English (LSJ)
ων,
A = πολίχροος, Arist.GA779b9.
German (Pape)
[Seite 677] ωτος, ὁ, ἡ, = πολύχροος.
Greek (Liddell-Scott)
πολύχρως: -ων, = πολύχροος, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 1, 19.
Greek Monolingual
-ων, Α
αυτός που έχει πολλά και ποικίλα χρώματα, πολύχρωμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -χρως (< χρώς «χρώμα»), πρβλ. ετερό-χρως, λευκό-χρως].