πολυμορφία: Difference between revisions
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
(6_11) |
(33) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πολῠμορφία''': ἡ, τὸ ἔχειν πολλὰς μορφάς, [[ποικιλία]], Λογγῖν. 39. 3, Ἱμερ. Λόγ. 21. 10. | |lstext='''πολῠμορφία''': ἡ, τὸ ἔχειν πολλὰς μορφάς, [[ποικιλία]], Λογγῖν. 39. 3, Ἱμερ. Λόγ. 21. 10. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η, ΝΜΑ [[πολύμορφος]]<br />η [[ιδιότητα]] του πολύμορφου, το να έχει ή να μπορεί να πάρει [[κάποιος]] ή [[κάτι]] πολλές μορφές<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βιολ.</b> παλαιότερος όρος για τον πολυμορφισμό<br /><b>2.</b> <b>(κρυσταλλ.)</b> ο [[πολυμορφισμός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:20, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A manifoldness, Longin.39.3, Him.Or.21.10.
German (Pape)
[Seite 667] ἡ, Vielheit der Gestalten, Longin. 39, 3.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠμορφία: ἡ, τὸ ἔχειν πολλὰς μορφάς, ποικιλία, Λογγῖν. 39. 3, Ἱμερ. Λόγ. 21. 10.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ πολύμορφος
η ιδιότητα του πολύμορφου, το να έχει ή να μπορεί να πάρει κάποιος ή κάτι πολλές μορφές
νεοελλ.
1. βιολ. παλαιότερος όρος για τον πολυμορφισμό
2. (κρυσταλλ.) ο πολυμορφισμός.