ποτισμός: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
(6_15)
(33)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ποτισμός''': ὁ, τὸ ποτίζειν, πότισμα, Ἀκύλας Ψαλμ. Γ, 8, Φίλων Ι, 288, 9, κλπ.· πότισις, εως, ἡ, Γλωσσ.
|lstext='''ποτισμός''': ὁ, τὸ ποτίζειν, πότισμα, Ἀκύλας Ψαλμ. Γ, 8, Φίλων Ι, 288, 9, κλπ.· πότισις, εως, ἡ, Γλωσσ.
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ [[ποτίζω]]<br /><b>1.</b> το [[πότισμα]]<br /><b>2.</b> η [[άρδευση]].
}}
}}

Revision as of 12:20, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποτισμός Medium diacritics: ποτισμός Low diacritics: ποτισμός Capitals: ΠΟΤΙΣΜΟΣ
Transliteration A: potismós Transliteration B: potismos Transliteration C: potismos Beta Code: potismo/s

English (LSJ)

ὁ, = foreg., Call.

   A Fr.anon.121, BGU912.20 (i A.D.), Aq.Pr.3.8.    2 irrigation, PCair.Zen.268.36 (iii B.C.), PAmh.2.91.11 (pl., ii A.D.), etc.

German (Pape)

[Seite 690] ὁ, das Tränken, Bewässern, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

ποτισμός: ὁ, τὸ ποτίζειν, πότισμα, Ἀκύλας Ψαλμ. Γ, 8, Φίλων Ι, 288, 9, κλπ.· πότισις, εως, ἡ, Γλωσσ.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ ποτίζω
1. το πότισμα
2. η άρδευση.