ποταμώδης: Difference between revisions
From LSJ
οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύ → good is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity
(6_7) |
(33) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ποταμώδης''': -ες, [[ὅμοιος]] πρὸς ποταμόν, Εὐνάπ. ἐν τῇ Φωτ. Βιβλιοθ. σ. 54. 15. | |lstext='''ποταμώδης''': -ες, [[ὅμοιος]] πρὸς ποταμόν, Εὐνάπ. ἐν τῇ Φωτ. Βιβλιοθ. σ. 54. 15. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ες, ΜΑ [[ποταμός]]<br /><b>μσν.</b><br />(για [[τόπο]]) αυτός που βρίσκεται [[κοντά]] σε [[ποτάμι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> αυτός που ρέει άφθονα σαν [[ποτάμι]] («[[δάκρυον]] ποταμῶδες», Ευνάπ.). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:20, 29 September 2017
English (LSJ)
ες,
A like a river, δάκρυον Eun.Hist.p.206D.
Greek (Liddell-Scott)
ποταμώδης: -ες, ὅμοιος πρὸς ποταμόν, Εὐνάπ. ἐν τῇ Φωτ. Βιβλιοθ. σ. 54. 15.
Greek Monolingual
-ες, ΜΑ ποταμός
μσν.
(για τόπο) αυτός που βρίσκεται κοντά σε ποτάμι
αρχ.
μτφ. αυτός που ρέει άφθονα σαν ποτάμι («δάκρυον ποταμῶδες», Ευνάπ.).