πρέσβιστος: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen

Menander, Monostichoi, 279
(Bailly1_4)
(34)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=v. [[πρέσβυς]].
|btext=v. [[πρέσβυς]].
}}
{{grml
|mltxt=και κρητ. τ. [[πρείγιστος]] και [[πρήγιστος]] και [[πρίγιστος]], -ίστη, -ον και τ. θηλ. πρεσβίστα και [[πρεσβίττα]] και ανωμ. τ. [[πρεσβίστατος]], -άτη, -ον, Α<br />(ποιητ. τ. υπερθ. του [[πρέσβυς]])<br /><b>1.</b> γηραιότατος, εντιμότατος (α. «πρέσβιστον ἄστρων, νυκτὸς [[ὀφθαλμός]], [[πρέπει]]», Ύμν. <b>Ομ.</b><br />β. «πρεσβίστα κόσμου μᾱτερ», Λυρ. Αλ. Αδέσπ.)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> [[πρόεδρος]] της γερουσίας («[[πρήγιστος]] [[βουλῆς]]», <b>επιγρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υπερθ. του [[πρέσβυς]], [[κατά]] τα [[κύδιστος]], [[κράτιστος]]. Για τον τ. [[πρείγιστος]] <b>βλ. λ.</b> [[πρέσβυς]], ενώ οι τ. [[πρήγιστος]] και [[πρίγιστος]] που μαρτυρούνται σε επιγραφές έχουν προέλθει από ιωτακισμό του -<i>ει</i>-].
}}
}}

Revision as of 12:20, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρέσβιστος Medium diacritics: πρέσβιστος Low diacritics: πρέσβιστος Capitals: ΠΡΕΣΒΙΣΤΟΣ
Transliteration A: présbistos Transliteration B: presbistos Transliteration C: presvistos Beta Code: pre/sbistos

English (LSJ)

η, ον, poet. Sup. of πρέσβυς,

   A eldest, most august, most reverend, h.Hom.30.2, A.Th.390, S.Frr.582, 605; πρεσβίστα κόσμου μᾶτερ Lyr.Alex.Adesp.35.2; ἁ π. φιλοσοφία Ti.Locr. 104b; πόλις Sardis7(1).13: irreg. form πρεσβίστατος, η, ον, Nic.Th. 344.

German (Pape)

[Seite 698] superlat. zu πρέσβυς; H. h. 30, 2; Aesch. Spt. 372, der geehrteste; Scol. 23, Jac.; Tim. Locr. 97 e.

Greek (Liddell-Scott)

πρέσβιστος: -η, -ον, ποιητ. ὑπερθ. τοῦ πρέσβυς, γηραιότατος, σεβαστότατος, τὰ μάλιστα τιμώμενος, Ὕμν. Ὁμ. 30. 2, Αἰσχύλ. Θήβ. 390, Σοφ. Ἀποσπ. 523. 539· ὡσαύτως, παρὰ Τιμ. Λοκρ. 104Β, ά πρεσβίττα (Δωρ.) φιλοσοφία· ― ὡσαύτως, πρεσβίστατος, η, ον, Νικ. Θηρ. 344· πρβλ. πρεῖγυς.

French (Bailly abrégé)

v. πρέσβυς.

Greek Monolingual

και κρητ. τ. πρείγιστος και πρήγιστος και πρίγιστος, -ίστη, -ον και τ. θηλ. πρεσβίστα και πρεσβίττα και ανωμ. τ. πρεσβίστατος, -άτη, -ον, Α
(ποιητ. τ. υπερθ. του πρέσβυς)
1. γηραιότατος, εντιμότατος (α. «πρέσβιστον ἄστρων, νυκτὸς ὀφθαλμός, πρέπει», Ύμν. Ομ.
β. «πρεσβίστα κόσμου μᾱτερ», Λυρ. Αλ. Αδέσπ.)
2. το αρσ. ως ουσ. πρόεδρος της γερουσίας («πρήγιστος βουλῆς», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Υπερθ. του πρέσβυς, κατά τα κύδιστος, κράτιστος. Για τον τ. πρείγιστος βλ. λ. πρέσβυς, ενώ οι τ. πρήγιστος και πρίγιστος που μαρτυρούνται σε επιγραφές έχουν προέλθει από ιωτακισμό του -ει-].