πραγματογνώμονας: Difference between revisions

From LSJ

Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist

Menander, Monostichoi, 158
(33)
(No difference)

Revision as of 12:20, 29 September 2017

Greek Monolingual

ο, η, Ν
(νομ.) τρίτο πρόσωπο, ειδικός, επιστήμονας ή τεχνικός, στον οποίο ανατίθεται από δικαστή ή από αντιδίκους να γνωματεύσει, ύστερα από έρευνα, για ένα ζήτημα που έχει σχέση με την ειδικότητά του και για το οποίο το δικαστήριο και οι διάδικοι δεν έχουν τις απαιτούμενες ειδικές γνώσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πράγμα, -ατος + -γνώμονας (< γνώμων < γιγνώσκω), πρβλ. ισχυρο-γνώμονας. Η λ., στον λόγιο τ. πραγματογνώμων, μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].