προαναλέγω: Difference between revisions

From LSJ

ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages

Source
(6_1)
(34)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προαναλέγω''': [[ἀναφέρω]], [[μνημονεύω]], πρότερον, Papyr. Gr. Peyron 1. 34. II Μέσ., [[συλλέγω]] πρότερον, προαναλεξάμενος πᾶν λιθῶδες ἐκ τῶν βόθρων Γεωπ. 10. 22, 1.
|lstext='''προαναλέγω''': [[ἀναφέρω]], [[μνημονεύω]], πρότερον, Papyr. Gr. Peyron 1. 34. II Μέσ., [[συλλέγω]] πρότερον, προαναλεξάμενος πᾶν λιθῶδες ἐκ τῶν βόθρων Γεωπ. 10. 22, 1.
}}
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br />(ενεργ<br />και μέσ.) [[συλλέγω]] [[προηγουμένως]] («προαναλεξάμενος πᾱν λιθῶδες ἐκ τῶν βόθρων», Γεωπ.)<br /><b>αρχ.</b><br />[[αναφέρω]] [[προηγουμένως]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀναλέγω]] «[[συλλέγω]], [[συγκεντρώνω]]». Η λ. με τη σημ. «[[αναφέρω]] [[προηγουμένως]]» <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἀνά</i> <span style="color: red;">+</span> [[λέγω]] «[[μιλώ]]»].
}}
}}

Revision as of 12:21, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προαναλέγω Medium diacritics: προαναλέγω Low diacritics: προαναλέγω Capitals: ΠΡΟΑΝΑΛΕΓΩ
Transliteration A: proanalégō Transliteration B: proanalegō Transliteration C: proanalego Beta Code: proanale/gw

English (LSJ)

   A mention before, Mitteis Chr.31v25, 1x1 (ii B.C., Pass.).    II collect, gather before, Sammelb.4425 iii 10 (ii A.D.):—also in Med., Gp.10.22.1.

German (Pape)

[Seite 707] vorher aufzählen, Geopon.

Greek (Liddell-Scott)

προαναλέγω: ἀναφέρω, μνημονεύω, πρότερον, Papyr. Gr. Peyron 1. 34. II Μέσ., συλλέγω πρότερον, προαναλεξάμενος πᾶν λιθῶδες ἐκ τῶν βόθρων Γεωπ. 10. 22, 1.

Greek Monolingual

ΜΑ
(ενεργ
και μέσ.) συλλέγω προηγουμένως («προαναλεξάμενος πᾱν λιθῶδες ἐκ τῶν βόθρων», Γεωπ.)
αρχ.
αναφέρω προηγουμένως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἀναλέγω «συλλέγω, συγκεντρώνω». Η λ. με τη σημ. «αναφέρω προηγουμένως» < προ- + ἀνά + λέγω «μιλώ»].