προβάτερον: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
(10)
 
(34)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=proba/teron
|Beta Code=proba/teron
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> ν. πρόβατον 1.2.</span>
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> ν. πρόβατον 1.2.</span>
}}
{{grml
|mltxt=Α [[πρόβατον]]<br />(κωμική λ.) επίθ. συγκριτ. βαθμ. που χρησιμοποιήθηκε στην παροιμ. φρ. <i>προβάτου [[προβάτερον]] προκειμένου να δηλώσει ότι [[κάποιος]] [[είναι]] πιο [[ανόητος]] και από [[πρόβατο]].
}}
}}

Revision as of 12:21, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προβᾰτερον Medium diacritics: προβάτερον Low diacritics: προβάτερον Capitals: ΠΡΟΒΑΤΕΡΟΝ
Transliteration A: probáteron Transliteration B: probateron Transliteration C: provateron Beta Code: proba/teron

English (LSJ)

   A ν. πρόβατον 1.2.

Greek Monolingual

Α πρόβατον
(κωμική λ.) επίθ. συγκριτ. βαθμ. που χρησιμοποιήθηκε στην παροιμ. φρ. προβάτου προβάτερον προκειμένου να δηλώσει ότι κάποιος είναι πιο ανόητος και από πρόβατο.