προαναπλάσσω: Difference between revisions

From LSJ

ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεωςtrustworthy guarantor for the money

Source
(6_13a)
(34)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προαναπλάσσω''': μέλλ. -πλάσω, [[ἀναπλάσσω]] πρότερον, ἐπὶ τὸ βέλτιον Ἵππαρχ. παρὰ Στοβ. 574. 20.
|lstext='''προαναπλάσσω''': μέλλ. -πλάσω, [[ἀναπλάσσω]] πρότερον, ἐπὶ τὸ βέλτιον Ἵππαρχ. παρὰ Στοβ. 574. 20.
}}
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br />[[αναπλάσσω]] [[προηγουμένως]], [[ανασχηματίζω]] από [[πριν]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[επινοώ]], [[εφευρίσκω]] [[προηγουμένως]].
}}
}}

Revision as of 12:21, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προαναπλάσσω Medium diacritics: προαναπλάσσω Low diacritics: προαναπλάσσω Capitals: ΠΡΟΑΝΑΠΛΑΣΣΩ
Transliteration A: proanaplássō Transliteration B: proanaplassō Transliteration C: proanaplasso Beta Code: proanapla/ssw

English (LSJ)

   A transform before, ἐπὶ τὸ βέλτιον Hipparch. ap. Stob.4.44.81; imagine beforehand, Posidon.Stoic.3.131.

German (Pape)

[Seite 707] vorher umbilden, τὰ ὑπὸ φύσιος δεδομένα ἐπὶ τὸ βέλτιον προαναπλάσαντες, Hippocr. bei Stob. fl. 108, 81.

Greek (Liddell-Scott)

προαναπλάσσω: μέλλ. -πλάσω, ἀναπλάσσω πρότερον, ἐπὶ τὸ βέλτιον Ἵππαρχ. παρὰ Στοβ. 574. 20.

Greek Monolingual

ΜΑ
αναπλάσσω προηγουμένως, ανασχηματίζω από πριν
αρχ.
επινοώ, εφευρίσκω προηγουμένως.