πρόβημα: Difference between revisions
From LSJ
γεγόναμεν γὰρ πρὸς συνεργίαν ὡς πόδες, ὡς χεῖρες, ὡς βλέφαρα, ὡς οἱ στοῖχοι τῶν ἄνω καὶ κάτω ὀδόντων. τὸ οὖν ἀντιπράσσειν ἀλλήλοις παρὰ φύσιν → we are all made for mutual assistance, as the feet, the hands, and the eyelids, as the rows of the upper and under teeth, from whence it follows that clashing and opposition is perfectly unnatural
(Bailly1_4) |
(34) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ατος (τό) :<br />pas en avant, marche.<br />'''Étymologie:''' [[προβαίνω]]. | |btext=ατος (τό) :<br />pas en avant, marche.<br />'''Étymologie:''' [[προβαίνω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=τὸ, Α [[προβαίνω]]<br />[[άνοιγμα]] του σκέλους και [[βάδισμα]] [[προς]] τα [[εμπρός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:21, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A a step forward, Ar.Pl.759.
German (Pape)
[Seite 711] τό, Vorschritt, Fortschritt, Ar. Plut. 759.
Greek (Liddell-Scott)
πρόβημα: τό, βῆμα πρὸς τὰ ἐμπρός, Ἀριστοφ. Πλ. 759.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
pas en avant, marche.
Étymologie: προβαίνω.
Greek Monolingual
τὸ, Α προβαίνω
άνοιγμα του σκέλους και βάδισμα προς τα εμπρός.