προέλκω: Difference between revisions

From LSJ

ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων → the hidden attunement is better than the obvi­ous one, invisible connection is stronger than visi­ble, harmony we can't see is stronger than harmony we can, unseen harmony is stronger than what we can see

Source
(6_13b)
(34)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προέλκω''': μέλλ. -ελκύσω [ῠ], [[ἕλκω]], [[σύρω]] πρὸς τὰ ἐμπρὸς, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 4, 15, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 15. 3, 3. ― Μέσ., προελκυσάμενον τὴν ἐσθῆτα, «τὴν κεφαλὴν κρυψάμενον» Σχόλ. εἰς Σοφ. Αἴ. 245.
|lstext='''προέλκω''': μέλλ. -ελκύσω [ῠ], [[ἕλκω]], [[σύρω]] πρὸς τὰ ἐμπρὸς, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 4, 15, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 15. 3, 3. ― Μέσ., προελκυσάμενον τὴν ἐσθῆτα, «τὴν κεφαλὴν κρυψάμενον» Σχόλ. εἰς Σοφ. Αἴ. 245.
}}
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> [[μεθορμίζω]] ή [[προσορμίζω]] [[πλοίο]] τραβώντας [[σχοινιά]] δεμένα στην [[ξηρά]] ή σε άλλα αγκυροβολημένα πλοία<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[τραβώ]], [[σύρω]] [[προς]] τα [[εμπρός]] ή [[προς]] τα έξω<br /><b>αρχ.</b><br />[[παρασύρω]], [[παρακινώ]] με τεχνάσματα.
}}
}}

Revision as of 12:21, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προέλκω Medium diacritics: προέλκω Low diacritics: προέλκω Capitals: ΠΡΟΕΛΚΩ
Transliteration A: proélkō Transliteration B: proelkō Transliteration C: proelko Beta Code: proe/lkw

English (LSJ)

   A draw, drag forth, Ael.VH4.15: metaph., lead on, entice, τὸ μειράκιον εἰς πότον J.AJ15.3.3:—Med., προελκυσάμενον τὴν ἐσθῆτα having drawn it over his head, Sch.S.Aj.245: metaph., lead on, τοὺς κυνηγέτας π. οἱ κύνες ib.7.

German (Pape)

[Seite 719] (s. ἕλκω), vorziehen, Ael. V. H. 4, 15.

Greek (Liddell-Scott)

προέλκω: μέλλ. -ελκύσω [ῠ], ἕλκω, σύρω πρὸς τὰ ἐμπρὸς, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 4, 15, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 15. 3, 3. ― Μέσ., προελκυσάμενον τὴν ἐσθῆτα, «τὴν κεφαλὴν κρυψάμενον» Σχόλ. εἰς Σοφ. Αἴ. 245.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
νεοελλ.
ναυτ. μεθορμίζω ή προσορμίζω πλοίο τραβώντας σχοινιά δεμένα στην ξηρά ή σε άλλα αγκυροβολημένα πλοία
μσν.-αρχ.
τραβώ, σύρω προς τα εμπρός ή προς τα έξω
αρχ.
παρασύρω, παρακινώ με τεχνάσματα.