προηγεμών: Difference between revisions

From LSJ

εὖ γ᾽ εὖ γε ποιήσαντες ὦ Διοσκόρω → well done, well done, you twin Dioscuri!

Source
(Bailly1_4)
(34)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=όνος (ὁ) :<br />conducteur, chef.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ἡγεμών]].
|btext=όνος (ὁ) :<br />conducteur, chef.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ἡγεμών]].
}}
{{grml
|mltxt=-όνος, ὁ, Α<br /><b>1.</b> αυτός που προπορεύεται ως [[οδηγός]]<br /><b>2.</b> αυτός που εισάγει στα μυστήρια.
}}
}}

Revision as of 12:21, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προηγεμών Medium diacritics: προηγεμών Low diacritics: προηγεμών Capitals: ΠΡΟΗΓΕΜΩΝ
Transliteration A: proēgemṓn Transliteration B: proēgemōn Transliteration C: proigemon Beta Code: prohgemw/n

English (LSJ)

όνος, ὁ,

   A one who goes before as a guide, Alciphr.3.36.    II instructor in the mysteries, D.18.260.

German (Pape)

[Seite 722] όνος, ὁ, vorangehender Führer, καὶ ἔξαρχος Dem. 18, 260.

Greek (Liddell-Scott)

προηγεμών: -όνος, ὁ προπορευόμενος ὡς ὁδηγός, Δημ. 313. 27.

French (Bailly abrégé)

όνος (ὁ) :
conducteur, chef.
Étymologie: πρό, ἡγεμών.

Greek Monolingual

-όνος, ὁ, Α
1. αυτός που προπορεύεται ως οδηγός
2. αυτός που εισάγει στα μυστήρια.