προκαθέζομαι: Difference between revisions
Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein
(6_5) |
(34) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προκαθέζομαι''': ἀποθ., [[καθέζομαι]] πρὸ ἄλλων, προΐσταμαι, [[προεδρεύω]], οἴκου Φίντυς παρὰ Στοβ. 445. 26· ἡ πρ. [[πόλις]], ἡ [[μητρόπολις]], Σχόλ. εἰς Σοφ. Ἠλ. 4. 2) [[στρατοπεδεύω]] [[ἔμπροσθεν]] τόπου τινὸς καὶ πολιορκῶ αὐτόν, τόπου Ἀλέξ. Πολ. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 432D· τῆς χώρας Κλήμ. Ἀλ. 418. | |lstext='''προκαθέζομαι''': ἀποθ., [[καθέζομαι]] πρὸ ἄλλων, προΐσταμαι, [[προεδρεύω]], οἴκου Φίντυς παρὰ Στοβ. 445. 26· ἡ πρ. [[πόλις]], ἡ [[μητρόπολις]], Σχόλ. εἰς Σοφ. Ἠλ. 4. 2) [[στρατοπεδεύω]] [[ἔμπροσθεν]] τόπου τινὸς καὶ πολιορκῶ αὐτόν, τόπου Ἀλέξ. Πολ. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 432D· τῆς χώρας Κλήμ. Ἀλ. 418. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[προΐσταμαι]], [[προεδρεύω]]<br /><b>2.</b> [[στρατοπεδεύω]] [[μπροστά]] από έναν [[τόπο]] και τον [[πολιορκώ]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἡ προκαθεζομένη [[πόλις]]» — η [[μητρόπολη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[καθέζομαι]] «[[κάθομαι]], τοποθετούμαι»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:21, 29 September 2017
English (LSJ)
A sit before others, preside over, οἴκω Phintys ap. Stob. 4.23.61a: abs., preside, Mon. Ant.23.171 (Cilicia), Jahresh.15.55 (Notium); ἡ προκαθεζομένη πόλις the metropolis, Sch.rec.S.El.4, cf. OGI578.10 (Tarsus, iii A.D.). 2 sit down before and besiege, τῆς χώρας Alex.Polyh. ap. Eus.PE9.27.
German (Pape)
[Seite 726] (s. ἕζομαι), davorsitzen, den Vorsitz führen, Sp., die auch den aor. προκαθεσθέντες haben. – Beim Schol. Soph. El. 4 ist ἡ προκαθεζομένη πόλις die vorsitzende Stadt, Hauptstadt.
Greek (Liddell-Scott)
προκαθέζομαι: ἀποθ., καθέζομαι πρὸ ἄλλων, προΐσταμαι, προεδρεύω, οἴκου Φίντυς παρὰ Στοβ. 445. 26· ἡ πρ. πόλις, ἡ μητρόπολις, Σχόλ. εἰς Σοφ. Ἠλ. 4. 2) στρατοπεδεύω ἔμπροσθεν τόπου τινὸς καὶ πολιορκῶ αὐτόν, τόπου Ἀλέξ. Πολ. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 432D· τῆς χώρας Κλήμ. Ἀλ. 418.
Greek Monolingual
Α
1. προΐσταμαι, προεδρεύω
2. στρατοπεδεύω μπροστά από έναν τόπο και τον πολιορκώ
3. φρ. «ἡ προκαθεζομένη πόλις» — η μητρόπολη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + καθέζομαι «κάθομαι, τοποθετούμαι»].