προλαγχάνω: Difference between revisions
ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)
(6_2) |
(34) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προλαγχάνω''': [[λαγχάνω]] πρότερον, προείληχε Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1159. | |lstext='''προλαγχάνω''': [[λαγχάνω]] πρότερον, προείληχε Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1159. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[λαμβάνω]], [[αποκτώ]] [[κάτι]] με κλήρο [[πρώτος]]<br /><b>2.</b> [[αποκτώ]] [[κάτι]] ως τυχερό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[λαγχάνω]] «[[αποκτώ]] με κλήρο»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:22, 29 September 2017
English (LSJ)
A obtain by lot first, Ar.Ec.1159; obtain as a perquisite, SIG57.10 (Milet., v B.C.).
German (Pape)
[Seite 732] (s. λαγχάνω), vorher loofen, προείληχα, Ar. Eccl. 1159.
Greek (Liddell-Scott)
προλαγχάνω: λαγχάνω πρότερον, προείληχε Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1159.
Greek Monolingual
Α
1. λαμβάνω, αποκτώ κάτι με κλήρο πρώτος
2. αποκτώ κάτι ως τυχερό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + λαγχάνω «αποκτώ με κλήρο»].