Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

προμηθευτικός: Difference between revisions

From LSJ

L'amor che move il sole e l'altre stelleLove that moves the sun and the other stars

Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
(6_11)
(34)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προμηθευτικός''': -ή, -όν, ὁ χρώμενος προμηθείᾳ, ἐκ τῶν προτέρων σκεπτόμενος, Εὐστ. 797. 39. ― Ἐπίρρ. -κῶς, ὁ αὐτ.
|lstext='''προμηθευτικός''': -ή, -όν, ὁ χρώμενος προμηθείᾳ, ἐκ τῶν προτέρων σκεπτόμενος, Εὐστ. 797. 39. ― Ἐπίρρ. -κῶς, ὁ αὐτ.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[προμηθευτικός]], -ή, -όν, ΝΜ [[προμηθεύω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον προμηθευτή ή στην [[προμήθεια]]<br /><b>2.</b> αυτός που αναλαμβάνει προμήθειες («προμηθευτικό [[γραφείο]])<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα προμηθευτικά</i><br />[[αμοιβή]] ή [[κέρδος]] προμηθευτή<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[προμηθευτικός]] [[συνεταιρισμός]]» — [[συνεταιρισμός]] από τον οποίο τα [[μέλη]] του προμηθεύονται τα αναγκαία [[αγαθά]] σε [[τιμή]] κόστους<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που προβλέπει, που προνοεί. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>προμηθευτικῶς</i> Μ<br />[[κατά]] τρόπο προνοητικό.
}}
}}

Revision as of 12:22, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προμηθευτικός Medium diacritics: προμηθευτικός Low diacritics: προμηθευτικός Capitals: ΠΡΟΜΗΘΕΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: promētheutikós Transliteration B: promētheutikos Transliteration C: promitheftikos Beta Code: promhqeutiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A using forethought, Eust.797.39. Adv. -κῶς Id.1375.60.

German (Pape)

[Seite 734] ή, όν, der Vorsorge, Vorsicht od. Klugheit anzuwenden pflegt, Eust. 714, 27.

Greek (Liddell-Scott)

προμηθευτικός: -ή, -όν, ὁ χρώμενος προμηθείᾳ, ἐκ τῶν προτέρων σκεπτόμενος, Εὐστ. 797. 39. ― Ἐπίρρ. -κῶς, ὁ αὐτ.

Greek Monolingual

-ή, -ό / προμηθευτικός, -ή, -όν, ΝΜ προμηθεύω
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον προμηθευτή ή στην προμήθεια
2. αυτός που αναλαμβάνει προμήθειες («προμηθευτικό γραφείο)
3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα προμηθευτικά
αμοιβή ή κέρδος προμηθευτή
4. φρ. «προμηθευτικός συνεταιρισμός» — συνεταιρισμός από τον οποίο τα μέλη του προμηθεύονται τα αναγκαία αγαθά σε τιμή κόστους
μσν.
αυτός που προβλέπει, που προνοεί.
επίρρ...
προμηθευτικῶς Μ
κατά τρόπο προνοητικό.