προπεμπτικός: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστιν οὐδείς, οὐδ' ὁ Μυσῶν ἔσχατοςthere is nobody, not even the last of the Mysians | there is nobody, not even the meanest of mankind

Source
(6_11)
(34)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προπεμπτικός''': -ή, -όν, ὁ εἰς τὸ προπέμπειν ἀνήκων, «προπεμπτικὴ λαλιὰ [[λόγος]] ἐστὶ μετ’ εὐφημίας τινὸς προπέμπων τὸν ἀπιόντα» Ρήτορες (Walz) 9. 257, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 496. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθ. 145.
|lstext='''προπεμπτικός''': -ή, -όν, ὁ εἰς τὸ προπέμπειν ἀνήκων, «προπεμπτικὴ λαλιὰ [[λόγος]] ἐστὶ μετ’ εὐφημίας τινὸς προπέμπων τὸν ἀπιόντα» Ρήτορες (Walz) 9. 257, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 496. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθ. 145.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, ΜΑ [[προπέμπω]]<br />αυτός που γίνεται, που τελείται ή χρησιμοποιείται [[κατά]] την [[προπομπή]], το [[κατευόδιο]] (α. «προπεμπτικὴ [[λαλιά]]», Μέν. Ρήτ.<br />θ. «προπεμπτικοὶ λόγοι», Ιμέρ.).
}}
}}

Revision as of 12:22, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προπεμπτικός Medium diacritics: προπεμπτικός Low diacritics: προπεμπτικός Capitals: ΠΡΟΠΕΜΠΤΙΚΟΣ
Transliteration A: propemptikós Transliteration B: propemptikos Transliteration C: propemptikos Beta Code: propemptiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A accompanying, escorting, used in escorting, λαλιά Men.Rh.p.395 S.; λόγοι Him.Ecl.10.1; περίοδος Sch.Ar.Eq.496. Adv. -κῶς Iamb.VP28.145.

German (Pape)

[Seite 739] ή, όν, begleitend, zur Begleitung gehörig, Schol. Ar. Equ. 496.

Greek (Liddell-Scott)

προπεμπτικός: -ή, -όν, ὁ εἰς τὸ προπέμπειν ἀνήκων, «προπεμπτικὴ λαλιὰ λόγος ἐστὶ μετ’ εὐφημίας τινὸς προπέμπων τὸν ἀπιόντα» Ρήτορες (Walz) 9. 257, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 496. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθ. 145.

Greek Monolingual

-ή, -όν, ΜΑ προπέμπω
αυτός που γίνεται, που τελείται ή χρησιμοποιείται κατά την προπομπή, το κατευόδιο (α. «προπεμπτικὴ λαλιά», Μέν. Ρήτ.
θ. «προπεμπτικοὶ λόγοι», Ιμέρ.).