Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

προσαλίσκομαι: Difference between revisions

From LSJ
Sophocles, Antigone, 781
(6_23)
(34)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσᾰλίσκομαι''': καταδικάζομαι [[προσέτι]], νῦν δ’ ὑπ’ ἀνδρῶν πονηρῶν [[σφόδρα]] διωκόμεθα, [[κᾆτα]] προσαλισκόμεθα, «καὶ πρὸς τούτοις καταδικαζόμεθα καὶ ζημιούμεθα» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Ἀχ. 701 (ἀλλ’ ὁ Elmsl. ὀρθῶς διώρθωσε πρὸς ἁλ-).
|lstext='''προσᾰλίσκομαι''': καταδικάζομαι [[προσέτι]], νῦν δ’ ὑπ’ ἀνδρῶν πονηρῶν [[σφόδρα]] διωκόμεθα, [[κᾆτα]] προσαλισκόμεθα, «καὶ πρὸς τούτοις καταδικαζόμεθα καὶ ζημιούμεθα» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Ἀχ. 701 (ἀλλ’ ὁ Elmsl. ὀρθῶς διώρθωσε πρὸς ἁλ-).
}}
{{grml
|mltxt=Α<br />καταδικάζομαι επί [[πλέον]] σε [[δίκη]] («νῡν δ' ὑπ' ἀνδρῶν πονηρῶν [[σφόδρα]] διωκόμεθα, κἆτα προσαλισκόμεθα», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἁλίσκομαι]] (ως αττ. δικαν. όρος) «κηρύσσομαι [[ένοχος]], καταδικάζομαι»].
}}
}}

Revision as of 12:22, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσᾰλίσκομαι Medium diacritics: προσαλίσκομαι Low diacritics: προσαλίσκομαι Capitals: ΠΡΟΣΑΛΙΣΚΟΜΑΙ
Transliteration A: prosalískomai Transliteration B: prosaliskomai Transliteration C: prosaliskomai Beta Code: prosali/skomai

English (LSJ)

   A to be cast in a lawsuit besides, Ar.Ach.701.

German (Pape)

[Seite 748] (s. ἁλίσκομαι), noch dazu gefangen od. verurtheilt werden; Ar. Ach. 667; προσεαλωκότες ὑπὸ δόξης καὶ ἀπάτης, Plut. de aud. poet. 2 p. 67, wo v. l. προεαλωκότες.

Greek (Liddell-Scott)

προσᾰλίσκομαι: καταδικάζομαι προσέτι, νῦν δ’ ὑπ’ ἀνδρῶν πονηρῶν σφόδρα διωκόμεθα, κᾆτα προσαλισκόμεθα, «καὶ πρὸς τούτοις καταδικαζόμεθα καὶ ζημιούμεθα» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Ἀχ. 701 (ἀλλ’ ὁ Elmsl. ὀρθῶς διώρθωσε πρὸς ἁλ-).

Greek Monolingual

Α
καταδικάζομαι επί πλέον σε δίκη («νῡν δ' ὑπ' ἀνδρῶν πονηρῶν σφόδρα διωκόμεθα, κἆτα προσαλισκόμεθα», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἁλίσκομαι (ως αττ. δικαν. όρος) «κηρύσσομαι ένοχος, καταδικάζομαι»].