προσαπολαμβάνω: Difference between revisions
From LSJ
τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth
(Bailly1_4) |
(34) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=recevoir en outre.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἀπολαμβάνω]]. | |btext=recevoir en outre.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἀπολαμβάνω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α [[ἀπολαμβάνω]]<br /><b>1.</b> [[συλλαμβάνω]] κάποιον ή [[κάτι]] [[ακόμη]]<br /><b>2.</b> <b>πιθ.</b> [[δέχομαι]] [[κάτι]] επιπροσθέτως. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:22, 29 September 2017
English (LSJ)
A catch, take up as well, Hp.Art.11. II receive besides, dub. in Jul.Or.7.228b.
Greek (Liddell-Scott)
προσαπολαμβάνω: ἀπολαμβάνω, λαμβάνω προσέτι, Ἰουλιαν. 228Β, Αἴσωπ., κλπ.· ― ἐν Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 788, διορθωτέον, προσεπιλ-.
French (Bailly abrégé)
recevoir en outre.
Étymologie: πρός, ἀπολαμβάνω.
Greek Monolingual
Α ἀπολαμβάνω
1. συλλαμβάνω κάποιον ή κάτι ακόμη
2. πιθ. δέχομαι κάτι επιπροσθέτως.