προσάρτημα: Difference between revisions

From LSJ

Σιγή ποτ' ἐστὶν αἱρετωτέρα λόγου → Sometimes silence is preferable to words → Est ubi loquelā melius est silentium → Das Schweigen ist dem Reden manchmal vorzuziehn

Menander, Monostichoi, 477
(6_22)
(34)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσάρτημα''': τό, τὸ προσηρτημένον εἴς τι, Κλήμ. Ἀλ. 488, Γαλην.
|lstext='''προσάρτημα''': τό, τὸ προσηρτημένον εἴς τι, Κλήμ. Ἀλ. 488, Γαλην.
}}
{{grml
|mltxt=το, ΝΑ [[προσαρτῶ]]<br />[[καθετί]] που προσαρτάται ή έχει προσαρτηθεί σε [[κάτι]] [[άλλο]], [[εξάρτημα]].
}}
}}

Revision as of 12:22, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσάρτημα Medium diacritics: προσάρτημα Low diacritics: προσάρτημα Capitals: ΠΡΟΣΑΡΤΗΜΑ
Transliteration A: prosártēma Transliteration B: prosartēma Transliteration C: prosartima Beta Code: prosa/rthma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A appendage, Gal.5.396.

German (Pape)

[Seite 752] τό, das Darangeknüpfte, der Anhang, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προσάρτημα: τό, τὸ προσηρτημένον εἴς τι, Κλήμ. Ἀλ. 488, Γαλην.

Greek Monolingual

το, ΝΑ προσαρτῶ
καθετί που προσαρτάται ή έχει προσαρτηθεί σε κάτι άλλο, εξάρτημα.