προσανάλλομαι: Difference between revisions

From LSJ

δωρεὰν ἐλάβετε, δωρεὰν δότε → you have taken freely; give freely

Source
(6_5)
(34)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσανάλλομαι''': ἀποθ., πηδῶ [[ἐπάνω]] εἴς τι, Ἀριστ. Ἀποσπ. 291.
|lstext='''προσανάλλομαι''': ἀποθ., πηδῶ [[ἐπάνω]] εἴς τι, Ἀριστ. Ἀποσπ. 291.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>(αποθ.)</b> [[πηδώ]] [[προς]] τα [[επάνω]] ή [[πάνω]] σε [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀνάλλομαι]] «[[πηδώ]] [[προς]] τα [[πάνω]], [[αναπηδώ]]»].
}}
}}

Revision as of 12:22, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσᾰνάλλομαι Medium diacritics: προσανάλλομαι Low diacritics: προσανάλλομαι Capitals: ΠΡΟΣΑΝΑΛΛΟΜΑΙ
Transliteration A: prosanállomai Transliteration B: prosanallomai Transliteration C: prosanallomai Beta Code: prosana/llomai

English (LSJ)

   A leap up at a thing, Ath.7.277f.

German (Pape)

[Seite 749] (s. ἅλλομαι), daran in die Höhe springen, aufspringen, Ath. VII, 277 d.

Greek (Liddell-Scott)

προσανάλλομαι: ἀποθ., πηδῶ ἐπάνω εἴς τι, Ἀριστ. Ἀποσπ. 291.

Greek Monolingual

Α
(αποθ.) πηδώ προς τα επάνω ή πάνω σε κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἀνάλλομαι «πηδώ προς τα πάνω, αναπηδώ»].