προσεκμαίνομαι: Difference between revisions

From LSJ

τοῖσι ἐμφανέσι τὰ μὴ γινωσκόμενα τεκμαιρόμενος → judge of the unknown by the known

Source
(6_20)
(34)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσεκμαίνομαι''': Παθ., [[μαίνομαι]] [[προσέτι]], Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 11.
|lstext='''προσεκμαίνομαι''': Παθ., [[μαίνομαι]] [[προσέτι]], Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 11.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br />[[γίνομαι]] πιο [[μανιώδης]] («προσεκμαίνονται τὴν γνώμην», Αρετ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἐκμαίνομαι</i> «παραφέρομαι, έχω [[μανία]] [[εναντίον]] κάποιου»].
}}
}}

Revision as of 12:22, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσεκμαίνομαι Medium diacritics: προσεκμαίνομαι Low diacritics: προσεκμαίνομαι Capitals: ΠΡΟΣΕΚΜΑΙΝΟΜΑΙ
Transliteration A: prosekmaínomai Transliteration B: prosekmainomai Transliteration C: prosekmainomai Beta Code: prosekmai/nomai

English (LSJ)

Pass.,

   A become demented besides, π. τὴν γνώμην Aret.CA2.11.

German (Pape)

[Seite 758] pass., noch dazu heftig in Wuth gerathen, Aret.

Greek (Liddell-Scott)

προσεκμαίνομαι: Παθ., μαίνομαι προσέτι, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 11.

Greek Monolingual

Α
γίνομαι πιο μανιώδης («προσεκμαίνονται τὴν γνώμην», Αρετ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἐκμαίνομαι «παραφέρομαι, έχω μανία εναντίον κάποιου»].