πρόσευγμα: Difference between revisions
From LSJ
Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖ → Modestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist
(6_21) |
(34) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πρόσευγμα''': τό, [[προσφορά]], [[ἀφιέρωμα]], [[ἀνάθημα]] κατὰ προηγηθεῖσαν εὐχὴν (τάξιμον) εἰς τὸ [[ἄγαλμα]] θεοῦ τινος, Εὔβουλος ἐν «Σεμέλῃ ἢ Διονύσῳ» 2· πρβλ. [[κάτευγμα]]. | |lstext='''πρόσευγμα''': τό, [[προσφορά]], [[ἀφιέρωμα]], [[ἀνάθημα]] κατὰ προηγηθεῖσαν εὐχὴν (τάξιμον) εἰς τὸ [[ἄγαλμα]] θεοῦ τινος, Εὔβουλος ἐν «Σεμέλῃ ἢ Διονύσῳ» 2· πρβλ. [[κάτευγμα]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-εύγματος, τὸ, Α [[προσεύχομαι]]<br />[[αφιέρωμα]] που τοποθετούσε στο [[άγαλμα]] θεού ο [[πιστός]] [[πριν]] από την [[προσευχή]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:23, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A votive offering upon the statue of a god, Eub. 96.
German (Pape)
[Seite 763] τό, das Flehen zu einer Gottheit; insbesondere ein Weihgeschenk, das nach einem Gelübde der Bildsäule eines Gottes angehängt ist, Ἑρμῆς, ὃν προσεύγμασιν ἐν τῷ κυλικείῳ λαμπρὸν ἐκτετριμμένον, Eubul. bei Ath. XI, 460 e.
Greek (Liddell-Scott)
πρόσευγμα: τό, προσφορά, ἀφιέρωμα, ἀνάθημα κατὰ προηγηθεῖσαν εὐχὴν (τάξιμον) εἰς τὸ ἄγαλμα θεοῦ τινος, Εὔβουλος ἐν «Σεμέλῃ ἢ Διονύσῳ» 2· πρβλ. κάτευγμα.
Greek Monolingual
-εύγματος, τὸ, Α προσεύχομαι
αφιέρωμα που τοποθετούσε στο άγαλμα θεού ο πιστός πριν από την προσευχή.