κάτευγμα

From LSJ

Γλώσσης μάλιστα πανταχοῦ πειρῶ κρατεῖν → Linguae modum tenere praecipuum puta → Zumeist die Zunge such' zu zügeln überall | Zumeist bezäme deine Zunge überall

Menander, Monostichoi, 80
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάτευγμα Medium diacritics: κάτευγμα Low diacritics: κάτευγμα Capitals: ΚΑΤΕΥΓΜΑ
Transliteration A: káteugma Transliteration B: kateugma Transliteration C: katevgma Beta Code: ka/teugma

English (LSJ)

-ατος, τό, always in plural,
A vows, A.Ch.218, Eu.1021.
2 imprecations, curses, Id.Th.709, E.Hipp.1170.
II symbols of prayer, S.OT920.

German (Pape)

[Seite 1398] τό, Gelübde, Wunsch, Aesch. Eum. 975 Ch. 216; Verwünschung, Fluch, ἐξέζεσεν γὰρ Οἰδίπου κατεύγματα Sept. 691, wie Eur. Hipp. 1170. – Das Gelobte, das Weihgeschenk, ἱκέτις ἀφῖγμαι τοῖσδε σὺν κατεύγμασιν Soph. O. R. 920, od. einfacher »mit diesen Bitten«.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 vœu, souhait ; en mauv. part imprécation;
2 don votif, ex-voto.
Étymologie: κατεύχομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κάτευγμα -ατος, τό [κατεύχομαι] steeds plur. gebeden:; πρὸς τί δῆτα τυγχάνω κατευγμάτων; in welk opzicht ben ik dan geslaagd in mijn gebeden? Aeschl. Ch. 218; vervloekingen:. Οἰδίπου κατεύγματα de vervloekingen van Oedipus Aeschl. Sept. 709. wijgeschenken:. ἀφῖγμαι τοῖσδε σὺν κατεύγμασιν ik ben gekomen met deze wijgeschenken Soph. OT 920.

Russian (Dvoretsky)

κάτευγμα: ατος τό (только pl.)
1 обет, (сопровождаемая обетом) мольба, молитва Aesch., Eur.;
2 проклятие (Οἰδίπου Aesch.);
3 молитвенное подношение, дар (ἱκέτις ἀφῖγμαι τοῖσδε σὺν κατεύγμασιν Soph.).

Greek Monolingual

κάτευγμα, τὸ (Α) κατεύχομαι
(μόνο στον πληθ.) τὰ κατεύγματα
α) οι ευχές, τα ταξίματα («καὶ πρὸς τὶ δῆτα τυγχάνω κατευγμάτων;», Αισχύλ.)
β) οι αρές, οι κατάρες
γ) αναθήματα, αφιερώματα, σύμβολα ικεσίας.

Greek Monotonic

κάτευγμα: τό, πάντα στον πληθ.,
I. ταξίματα, σε Αισχύλ.· αναθήματα, αφιερώματα, σε Σοφ.
II. κατάρες, αναθεματισμοί, σε Αισχύλ., Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

κάτευγμα: τό, ἀείποτε ἐν τῷ πληθ., εὐχαί, ταξίματα, Αἰσχύλ. Χο. 218, Εὐμ. 1021. 2) κατάραι, ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 709, Εὐρ. Ἱππ. 1170. ΙΙ. ἀναθήματα, ἀφιερώματα, δῶρα, Σοφ. Ο.Τ. 920 (Wunder κατάργμασιν).

Middle Liddell

κάτευγμα, ατος, τό,
I. always in plural vows, Aesch.:— votive offerings, Soph.
II. imprecations, curses, Aesch., Eur.