προσκατατίθημι: Difference between revisions

From LSJ

ἐν δὲ μηνὸς πρῶτον τύχεν ἆμαρ → it chanced to be on the first of the month, that day fell on the first of the month

Source
(Bailly1_4)
(35)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=déposer en outre (une somme d’argent).<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[κατατίθημι]].
|btext=déposer en outre (une somme d’argent).<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[κατατίθημι]].
}}
{{grml
|mltxt=Α [[κατατίθημι]]<br /><b>1.</b> [[καταβάλλω]], [[πληρώνω]] επιπροσθέτως ή ως επί [[πλέον]] [[κατάθεση]] («προσκατατιθέντας [[ἀργύριον]] [[πάνυ]] πολὺ μισθόν», Πλατ.)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[προσυποβάλλω]] [[παρατήρηση]].
}}
}}

Revision as of 12:23, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσκατατίθημι Medium diacritics: προσκατατίθημι Low diacritics: προσκατατίθημι Capitals: ΠΡΟΣΚΑΤΑΤΙΘΗΜΙ
Transliteration A: proskatatíthēmi Transliteration B: proskatatithēmi Transliteration C: proskatatithimi Beta Code: proskatati/qhmi

English (LSJ)

   A pay down besides or as a further deposit, τριώβολον Ar.Nu.1235; π. ἀργύριον μισθόν Pl.Thg.128a: metaph., add a remark, Gal.6.9.

German (Pape)

[Seite 768] (s. τίθημι), noch dazu niederlegen, erlegen, baar bezahlen; Ar. Nubb. 1216; μισθόν, Plat. Theag. 128 a; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προσκατατίθημι: καταβάλλω, πληρώνω προσέτι, ἢ ὡς πρόσθετον καταβολήν, τριώβολον Ἀριστοφ. Νεφ. 1235· ἀργύριον πρ. μισθὸν Πλάτ. Θεάγ. 128Α.

French (Bailly abrégé)

déposer en outre (une somme d’argent).
Étymologie: πρός, κατατίθημι.

Greek Monolingual

Α κατατίθημι
1. καταβάλλω, πληρώνω επιπροσθέτως ή ως επί πλέον κατάθεση («προσκατατιθέντας ἀργύριον πάνυ πολὺ μισθόν», Πλατ.)
2. μτφ. προσυποβάλλω παρατήρηση.