προσκρεμάννυμι: Difference between revisions
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
(6_2) |
(35) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προσκρεμάννῡμι''': [[κρεμῶ]] τι [[πρός]] τι ἢ ἔκ τινος, τινί τι Γεωπ. 10. 5. ― Παθητ., [[ὅπου]] τὰ μορμολυκεῖα προσκρεμάννυται Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 187˙ οὕτω, προσκρέμαμαι, Ἱππ. 261. 13, Ἀριστ. Μηχαν. 24, 16, Πολύβ. 2. 10, 4. | |lstext='''προσκρεμάννῡμι''': [[κρεμῶ]] τι [[πρός]] τι ἢ ἔκ τινος, τινί τι Γεωπ. 10. 5. ― Παθητ., [[ὅπου]] τὰ μορμολυκεῖα προσκρεμάννυται Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 187˙ οὕτω, προσκρέμαμαι, Ἱππ. 261. 13, Ἀριστ. Μηχαν. 24, 16, Πολύβ. 2. 10, 4. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α·1. [[κρεμώ]] [[κάτι]] [[πάνω]] σε [[κάτι]] [[άλλο]] ή από [[κάτι]] [[άλλο]] («[[ὅταν]] θήκας προσκρεμῶσι τοῑς στελέχεσι», Γεωπ.)<br /><b>2.</b> κρεμιέμαι, εξαρτώμαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κρεμάννυμι]] «[[κρεμώ]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:23, 29 September 2017
English (LSJ)
A hang a thing on or to, ὅταν θήκας προσκρεμῶσι τοῖς στελέχεσι Gp. 10.5:—Pass., to be hung up to, hang up, Ar.Fr.131: προσκρέμᾰμαι, to be attached or suspended, πρὸς τὸ ἔμβρυον Hp. Superf.8, cf. Arist.Mech.856a23, Plb.2.10.4.
German (Pape)
[Seite 770] (s. κρεμάννυμι), anhängen, dranhängen, pass. anhangen, dranhangen, προσκρέμαται, Pol. 2, 10, 4. 16, 3, 5.
Greek (Liddell-Scott)
προσκρεμάννῡμι: κρεμῶ τι πρός τι ἢ ἔκ τινος, τινί τι Γεωπ. 10. 5. ― Παθητ., ὅπου τὰ μορμολυκεῖα προσκρεμάννυται Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 187˙ οὕτω, προσκρέμαμαι, Ἱππ. 261. 13, Ἀριστ. Μηχαν. 24, 16, Πολύβ. 2. 10, 4.
Greek Monolingual
Α·1. κρεμώ κάτι πάνω σε κάτι άλλο ή από κάτι άλλο («ὅταν θήκας προσκρεμῶσι τοῑς στελέχεσι», Γεωπ.)
2. κρεμιέμαι, εξαρτώμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + κρεμάννυμι «κρεμώ»].