προσπαραλαμβάνω: Difference between revisions
From LSJ
(6_2) |
(35) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προσπαραλαμβάνω''': [[παραλαμβάνω]] [[προσέτι]], Διοσκ. 1 ἐν τῷ προοιμ., Δίων Κ. 42. 58. | |lstext='''προσπαραλαμβάνω''': [[παραλαμβάνω]] [[προσέτι]], Διοσκ. 1 ἐν τῷ προοιμ., Δίων Κ. 42. 58. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[λαμβάνω]], [[παίρνω]] κάποιον ή [[κάτι]] [[ακόμη]]<br /><b>2.</b> [[περιέχω]], [[περικλείω]] («ἡ [[ἔννοια]] τὴν οὐσίαν οὐ... προσπαραλαμβάνει», Πλωτ.)<br /><b>3.</b> [[μεταχειρίζομαι]] [[κάτι]] [[ακόμα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:23, 29 September 2017
English (LSJ)
A employ as well, Παῆσιν PCair.Zen.500.4 (iii B.C.); take besides, D.C. 42.58, Iamb.Myst.8.4; include, Dsc.1 Praef.6; ἡ ἔννοια τὴν οὐσίαν οὐ . . π. Plot.6.8.7:—Pass., to be employed as well, Sor.1.26.
German (Pape)
[Seite 776] (s. λαμβάνω), noch dazu nehmen, Sp., wie Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
προσπαραλαμβάνω: παραλαμβάνω προσέτι, Διοσκ. 1 ἐν τῷ προοιμ., Δίων Κ. 42. 58.
Greek Monolingual
Α
1. λαμβάνω, παίρνω κάποιον ή κάτι ακόμη
2. περιέχω, περικλείω («ἡ ἔννοια τὴν οὐσίαν οὐ... προσπαραλαμβάνει», Πλωτ.)
3. μεταχειρίζομαι κάτι ακόμα.